πολλός

πολλός
πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖςι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)
1 much, many.
1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28

ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86

πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13

πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81

πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88

πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” (πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56

πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25

πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123

—5.

ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23

πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46

πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις (δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,

πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83

πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58

c. gen.,

καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36

c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.95
2 s. of size, great, much

πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50

βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106

πολὺς ὄλβος P. 5.14

πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22

οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31

Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33

ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν

ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.
3 adv.
a πολλά
I often

ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14

—6.

πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6

II greatly

καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

III long

οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον O. 1.46

IV τὰ πολλά, for the most part, often

εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2

b πολύ, much

ὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
c πολλᾷ, in many ways

ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.20
d πολλόν, much

ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

]ῳ πολλὸν[ fr. 140a. 12.
4 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ. . 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ]πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26

ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)
a very many, numerous

ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18

πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,

πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

b most

ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1

c. art.,

τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολλός — όν, Α (αρσ. και ουδ.) βλ. πολύς …   Dictionary of Greek

  • πολλός — πολύς many masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • NISAEI Equi — olim illustres, in Mediae campo, Nisaeo, qui proceri admodum erant corporis. Herodot. in Polybymn. Ἔςι πεδίον μέγα τῆς Μηδικῆς, τῷ ὄνομά ἐςι Νίσαιον᾿ τοὺς ὦν δὴ ἵππους τοὺς μεγάλους φέρει τὸ πεδίον τοῦτο. Mediae campus est magnus, Nisaeus nomine …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …   Dictionary of Greek

  • υπέρπολυ — πολλη, πολυ / ὑπέρπολυς, πόλλη, πολυ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπέρπολλος, η, ον, και τ. ουδ. ὑπέρπουλυ, Α [πολύς / πολλός] πάρα πολύς, υπέρμετρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”